- βλάχοι
- Έτσι ονομάστηκαν οι εκλατινισμένοι κάτοικοι της Βαλκανικής, προπάντων οι παλιοί Θράκες Βησσοί της Ροδόπης και του Αίμου, που κατά ένα μέρος μιλούσαν τη θρακική τους γλώσσα έως τον 7ο αι. μ.Χ., αλλά στο μεγαλύτερο μέρος τους γλωσσικά εκρομανίστηκαν, όπως έγινε και με τους Ιλλυριούς της Αλβανίας. Όταν, στις αρχές του 7ου αι., εγκαταστάθηκαν στη Μοισία του Αίμου πρώτα τα σλαβικά φύλα των Επτά γενεών και κατόπιν (680 μ.Χ.) οι Βούλγαροι, οι αρχαίοι αυτοί Θράκες στην πλειονότητά τους εκσλαβίστηκαν και γλωσσικά και εθνικά. Πολλοί λατινόφωνοι από αυτούς κατέφυγαν στα δυσπρόσιτα βουνά της Βαλκανικής, όπου συνήθισαν στη ζωή των νομάδων κτηνοτρόφων· πιθανώς τον 9o αι. ή ασφαλέστερα τον 10o ένα μέρος από αυτούς που κατέβηκαν και εγκαταστάθηκαν στην ορεινή βόρεια Ελλάδα, κυρίως γύρω από την Πίνδο (Θεσσαλία, Ήπειρο, Μακεδονία, μέχρι και τον Όλυμπο), έγιναν γνωστοί ως β. (και κουτσόβλαχοι) και η περιοχή αυτή αναφέρεται από τον 12o αι. ως Μεγάλη Βλαχία στα διάφορα χρονικά της εποχής. Οι β. της Βαλκανικής διαμόρφωσαν εθνικό τύπο διαφορετικό από τους ομόγλωσσούς τους Ρουμάνους. Αρχίζουν να αναφέρονται στις βυζαντινές πηγές από τον 11o αι. (Στρατηγικόν Κεκαυμένου): ο Εφραίμ ονομάζει τον Αίμο «Βλάχων παροικίαν» και ο Νικήτας Χωνιάτης αναφέρει (482/3) «τους κατά τον Αίμον όρος Βαρβάρους, οι Μοισοί πρότερον ωνομάζοντο νυνί δε Βλαχοί κικλήσονται». Η πιο σημαντική ιστορική προβολή των μεσαιωνικών β. του Αίμου –του τότε Βυζαντινού Θέματος Παρίστριο– έγινε στο τέλος του 12ου αι., όταν μαζί με τους Κουμάνους, υπό την ηγεσία των ομοεθνών τους αδελφών Ασάν, Πέτρου και Ασάν, παρέσυραν σε εξέγερση τους Βουλγάρους το 1185 εναντίον του βυζαντινού κράτους και έτσι έγιναν οι θεμελιωτές του δεύτερου βουλγαρικού κράτους. Μόλις ανασυστήθηκε η Βουλγαρία ύστερα από μακρόχρονη υποταγή της στο Βυζάντιο (1018-1185), πρώτος της τσάρος ανακηρύχτηκε ο β. Πέτρος Ασάν· είναι χαρακτηριστικό ότι λίγο αργότερα ο γνωστός Βούλγαρος τσάρος Καλογιάννης προσαγορεύει συχνά τον εαυτό του με τον τίτλο: «imperator totius Bulgariae et Vlachiae». Οι β. της ελληνικής Πίνδου απέδειξαν στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, και περισσότερο στην τουρκοκρατία, ότι είχαν σφυρηλατήσει τον ίδιο εθνικό χαρακτήρα με τους συντοπίτες τους Έλληνες. Στους εθνικούς αγώνες εναντίον των Τούρκων, διακρίθηκαν ονομαστές βλάχικες οικογένειες αρματολών και κλεφτών και αργότερα εθνικών ευεργετών. Μια αποτυχημένη απόπειρα δημιουργίας διάστασης με το ελληνικό στοιχείο και αναζωπύρωσης του δήθεν ρουμανικού εθνισμού των β. έκανε ο Μουσολίνι, την περίοδο της Κατοχής (1941-44), με την ανακήρυξη της περιοχής της Πίνδου σε Πριγκιπάτο της Πίνδου. Για την αναμφισβήτητη ελληνικότητα των β. –των Γραικοβλάχων,όπως τους αποκαλούσε– αναφέρθηκε πολύ θερμά ο αγωνιστής του 1821, Ν. Κ. Κασομούλης: «Οι Γραικοβλάχοι εκ τουναντίον καταγόμενοι από χωριά της Ηπείρου, Μακεδονίας και Θεσσαλίας, επειδή όμως εγειτνιάζοντο και περιεστοιχούντο από ελληνικάς χώρας και Αρματολούς Έλληνας... αν και απλοί και αμαθείς οι περισσότεροι, σύμφωνοι όμως ως προς τας έξεις με τους Έλληνας, επιρρεπέστεροι εξ ανατροφής ως προς την ανεξαρτησία (των), πονητικοί συγγενείς μεταξύ των, πιστοί εις την φιλίαν, επαρατηρήθη ότι, εάν και είχαν και ούτοι ιδιαίτερα τινά έθιμα ως προς το ζην και πολιτεύεσθαι από τους (Έλληνας) κατοίκους, διαφέροντες (όμως) καθόλου από τους Αρβανιτοβλάχους κατά τα λοιπά, και συνερχόμενοι εις γαμικούς δεσμούς και με Γραικούς, ωθούντο από εν αίσθημα φιλελεύθερον, το (ίδιον το) οποίον κεντούσεν και τους Έλληνας κατοίκους» (Στρατιωτικά Ενθυμήματα της Επαναστάσεως των Ελλήνων του 1821-1833,τόμ. Α’ 6104).
Dictionary of Greek. 2013.